- σαλπίσει
- σαλπίζωsound the trumpetaor subj act 3rd sg (epic)σαλπίζωsound the trumpetfut ind mid 2nd sgσαλπίζωsound the trumpetfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοτιά — η 1. σημείο του ορίζοντα, μεσημβρία, νότος: Το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει, σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση (Παλαμάς). 2. νότιος άνεμος, νοτιάς, όστρια. 3. υγρασία: Η νοτιά με πειράζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)